- Λιβανίου
- Λιβάνιοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιβανωτός — ο, και λιβανωτό, το (AM λιβανωτός, ὁ, Α και λιβανωτός, ἡ) η ρητινώδης αρωματική ουσία που εκκρίνεται από το δένδρο λίβανος, το λιβάνι («οὐδ ἂν θύσαιμ ...οὐδ ἐπιθείην λιβανωτόν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «καὶω λιβανωτό σε κάποιον» κολακεύω κάποιον,… … Dictionary of Greek
λιβάνι — Κομμεορρητίνη που βγαίνει με χάραξη του κορμού των δικοτυλήδονων φυτών του γένους Βοswellia, της οικογένειας των βουρσεριδών, της διαίρεσης των μαγνολιοφύτων. Τα κύρια είδη από τα οποία γίνεται η εξαγωγή του λ. είναι η Βοswellia carterii, που… … Dictionary of Greek
λιβάνινος — λιβάνινος, ίνη, ον (Α) [λίβανος] 1. παρασκευασμένος από λιβάνι 2. αυτός που έχει το χρώμα τού λιβανιού … Dictionary of Greek
λιβανίζω — (Α λιβανίζω) [λίβανος] νεοελλ. 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω 2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά 3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον 4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι αρχ. έχω… … Dictionary of Greek
λιβανιά — η [λιβάνι] η οσμή λιβανιού … Dictionary of Greek
λιβανοθήκη — η (Α λιβανοθήκη) δοχείο ή κιβώτιο για εναπόθεση λιβανιού … Dictionary of Greek
λιβανοκαΐα — λιβανοκαΐα, ἡ (Α) το κάψιμο λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + καΐα (< καής< καίω), πρβλ. ηλιο καΐα, λυχνο καΐα] … Dictionary of Greek
λιβανομάννα — λιβανομάννα, ἡ (Α) λιβάνι τριμμένο σε σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάννα «σκόνη, κόκκος λιβανιού»] … Dictionary of Greek
λιβανομάντης — ο, θηλ. λιβανόμαντις και λιβανομάντισσα (Μ λιβανόμαντις, ὁ, ἡ) αυτός που ασκεί μαντεία από τη διεύθυνση ή το σχήμα τού καπνού τού καιγόμενου λιβανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίβανος + μάντις (πρβλ. αριστό μαντις, οιωνό μαντις)] … Dictionary of Greek
λιβανωτικός — λιβανωτικός, ή, όν (Α) [λιβανωτός] 1. αυτός που αποτελείται από λιβάνι 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λιβάνι ή χρησιμοποιείται για την κατεργασία τού λιβανιού … Dictionary of Greek